- ὁρμήματι
- стремительно
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὁρμήματι — ὅρμημα sudden rush neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)